- υποτονικός
- -ή, -ό1. αυτός που εμφανίζει ή προκαλεί υποτονία (βλ. λ.).2. αυτός που πάσχει από υποτονία (βλ. λ.): Υποτονικός οφθαλμός.3. μτφ., εξασθενημένος, χωρίς δύναμη, άτονος, χαλαρός: Υποτονική διδασκαλία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.